τριάριοι

τριάριοι
τριά̱ριοι , τριάριοι
triarii
masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τριάριοι — oἱ, Α οι μεγαλύτεροι σε ηλικία και εμπειρότεροι από τους Ρωμαίους στρατιώτες, οι οποίοι κατείχαν την τρίτη θέση τής παράταξης. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. triarii] …   Dictionary of Greek

  • τριαρίοις — τριᾱρίοις , τριάριοι triarii masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριαρίους — τριᾱρίους , τριάριοι triarii masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριαρίων — τριᾱρίων , τριάριοι triarii masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”